Τρεις Ελληνες επιστήμονες κάτω των 30 ετών στη λίστα του Forbes

Estimated read time 1 min read

Την τελευταία δεκαετία, το περιοδικό Forbes εκδίδει μια δημοφιλή λίστα με την οποία φέρνει στο προσκήνιο 30 νέους κάτω των 30 ετών, επιτυχημένους σε διάφορους κλάδους, όπως οι τέχνες και ο πολιτισμός ή η τεχνολογία, ενώ εδώ και έξι χρόνια η λίστα έχει αποκτήσει και ευρωπαϊκή έκδοση, στην οποία φέτος αναφέρθηκαν 300 νέοι που διαπρέπουν στους τομείς τους – ανάμεσά τους και τέσσερις Ελληνες. Τρεις εξ αυτών, οι οποίοι διακρίθηκαν στην κατηγορία Επιστήμη και Υγεία, μιλούν στην «Κ» για την πορεία τους, τα σχέδιά τους και την Ελλάδα.

Ο 29χρονος Γιάννης Ασσαέλ μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Το 2008 αποφοίτησε από το Κολλέγιο Ανατόλια και στη συνέχεια σπούδασε Εφαρμοσμένη Πληροφορική στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Για το πρώτο του μεταπτυχιακό πήγε με υποτροφία από το Ιδρυμα Κρατικών Υποτροφιών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, όπου διακρίθηκε έχοντας την καλύτερη επίδοση στο έτος του, ενώ συνέχισε τη μεταπτυχιακή του εκπαίδευση με δεύτερο μάστερ στο Imperial College London. Το 2016 επέστρεψε στην Οξφόρδη για το διδακτορικό του στον κλάδο της τεχνητής νοημοσύνης, το οποίο ολοκλήρωσε το 2019, δουλεύοντας παράλληλα στην DeepMind, το σκέλος της εταιρείας Google που ασχολείται αποκλειστικά με την τεχνητή νοημοσύνη. 

«Προσπαθώ να ασχοληθώ με προβλήματα που δεν έχουν λυθεί μέχρι σήμερα», λέει ο ίδιος στην «Κ», τονίζοντας πως θέλει η δουλειά του να έχει θετική κοινωνική απήχηση. Ενα από τα πρότζεκτ του στην Οξφόρδη αφορούσε ένα μοντέλο χειλεανάγνωσης και οπτικοακουστικής αναγνώρισης φωνής, και έρευνα σχετικά με το πώς αυτό θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε ασθενείς με τραχειοτομή. Τώρα ασχολείται με την τεχνητή νοημοσύνη και την εφαρμογή της στον πολιτισμό, φέρνοντας στο φως τα χαμένα κομμάτια από αρχαιοελληνικές επιγραφές. Ολα ξεκίνησαν από μια φιλία στην Οξφόρδη – μια ιστορικός και φίλη του κ. Ασσαέλ του μιλούσε για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιγραφολόγοι, το πρόβλημα της αποκατάστασης κατεστραμμένων κειμένων. 

Σταδιακά γεννήθηκε η ιδέα τους, και ο κ. Ασσαέλ έχτισε εξ ολοκλήρου το machine learning κομμάτι, το κομμάτι της τεχνητής νοημοσύνης ενός μαθηματικού μοντέλου νευρωνικών δικτύων που είναι εμπνευσμένα από τα νευρωνικά δίκτυα του ανθρώπινου εγκεφάλου, τα οποία μπορούν να μάθουν συσχετίσεις και να ανακαλύψουν ίσως άλλες μέσα από έναν τεράστιο όγκο δεδομένων. Στην προκειμένη περίπτωση, το μοντέλο προβλέπει, δίνοντας τις πιθανότητες από διαφορετικές εκδοχές, κομμάτια ενός κειμένου που έχουν καταστραφεί, φέρνοντας πιθανώς στο φως τη συνέχεια επιγραφών που μέχρι πρότινος ήταν χαμένη στην Ιστορία. «Eνας άνθρωπος είναι αδύνατον να απομνημονεύσει 200.000 επιγραφές την ίδια στιγμή και να τις αναζητήσει, όπως μπορεί ένα μοντέλο, οπότε πιστεύω ότι μπορούμε να κάνουμε πολλά όμορφα πράγματα, δημιουργικά, έτσι ώστε να εξελίξουμε τον κλάδο των ψηφιακών ανθρωπιστικών επιστημών», σημειώνει, συμπληρώνοντας πως οι δυνατότητες που δημιουργεί η συνέργεια του ανθρώπινου παράγοντα και εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης είναι ασύλληπτες.

«Υπάρχουν κλάδοι που δεν έχουν επηρεαστεί ακόμη από την τεχνητή νοημοσύνη· η επανάσταση που θα δει η γενιά μας είναι ασύλληπτη», αναφέρει. Το συναίσθημα που ένιωσε όταν είδε το όνομα του στη λίστα Forbes, νωρίτερα αυτή την εβδομάδα, ήταν αυτό της «τεράστιας τιμής και περηφάνιας ως Eλληνας». Παρόλο που η βάση του βρίσκεται εδώ και χρόνια στο εξωτερικό, και πιο συγκεκριμένα στην Αγγλία, ο κ. Ασσαέλ νιώθει χρέος του να δίνει κάτι πίσω στη χώρα, όπως τη διάδοση γνώσης μέσω, παραδείγματος χάριν, ομιλιών σε πανεπιστήμια. 

Θα ήθελε όμως να επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα; «Με τις κατάλληλες συνθήκες, κάθε Ελληνας του εξωτερικού θα ήθελε να γυρίσει, το θέμα είναι να δουλέψουμε και εμείς από την ελληνική πλευρά για να δημιουργήσουμε αυτές τις συνθήκες, γιατί αυτή τη στιγμή δεν είναι εδώ», δηλώνει ο κ. Ασσαέλ, τονίζοντας πως υπάρχουν πολλά παραδείγματα λαμπρών Ελλήνων ακαδημαϊκών, με τη βάση τους τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Πιστεύει όμως πως η κατάσταση στα πανεπιστήμια επιδέχεται βελτίωση και σημειώνει ότι μόλις τα τελευταία δύο χρόνια βλέπουμε ερευνητικά κέντρα να έρχονται στη χώρα. 

«Νομίζω πως αυτό που προχωράει την έρευνα τεχνητής νοημοσύνης», λέει ο κ. Ασσαέλ, «είναι συμπράξεις πανεπιστημίων και ιδιωτικών ερευνητικών κέντρων – το ένα έχει την τεχνογνωσία, το άλλο έχει τους πόρους».

Μουσική και ιατρική

Μια καινοτόμο ιδέα, σχετικά με την έρευνά της πάνω στη μνήμη των ασθενών που έχουν υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο, η 29χρονη Μαριάννα Καψετάκη εμπνεύστηκε παίζοντας πιάνο. Η αμφίρροπη σχέση μεταξύ των δύο αυτών τομέων, της μουσικής και της ιατρικής, διέπει τη ζωή της κ. Καψετάκη. Μεγάλωσε στο Κοκκίνη Χάνι, έναν παραλιακό οικισμό στην Κρήτη, και φοίτησε στο μουσικό σχολείο Ηρακλείου, όπου έμαθε να παίζει πιάνο και κιθάρα, εκτός άλλων μουσικών οργάνων, ενώ παράλληλα ήταν καλή και σε μαθήματα όπως τα μαθηματικά. Τελειώνοντας το σχολείο, τη δέχθηκαν για σπουδές στο Λονδίνο. «Ηταν μεγάλη η διαφορά με το χωριουδάκι εδώ πέρα στην Κρήτη που μένω, οι γονείς μου φοβούνταν να με αφήσουν μόνη εκεί», λέει στην «Κ» η κ. Καψετάκη, η μητέρα της οποίας είναι Αγγλίδα. Αποφάσισε να σπουδάσει Ιατρική στην Κρήτη, ενώ δύο φορές τον μήνα εκείνη και η δίδυμη αδελφή της, η οποία σπούδασε Βιολογία, έπαιρναν το πλοίο και πήγαιναν στην Αθήνα για ιδιαίτερα πιάνου με έναν καθηγητή που προηγουμένως δίδασκε στη φημισμένη σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης. Είχε πάρει δίπλωμα πιάνου από τα 17 της, αλλά δεν την ενδιέφερε να διδάξει – «ήθελα να παίζω πιάνο», αναφέρει. Στο μεταξύ, αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή και έψαχνε μεταπτυχιακά στο εξωτερικό. Την τέχνη και την επιστήμη, τις δύο μεγάλες της αγάπες, βρήκε τον τρόπο να τις συνδυάσει στο Λονδίνο.

«Το ταξίδι προς τη διάκριση δεν είναι μοναχικό»

Ο τίτλος του μεταπτυχιακού που επέλεξε να κάνει η κ. Καψετάκη στο University College London ήταν «Ιατρική των Παραστατικών Τεχνών». «Μαθαίνεις για όλα τα ιατρικά προβλήματα που έχουν όσοι ασχολούνται με τις παραστατικές τέχνες», λέει στην «Κ». Κατά τη διάρκεια του μεταπτυχιακού της στο UCL, η κ. Καψετάκη έκανε μαθήματα πιάνου με έναν καθηγητή από το Royal Academy of Music. Η μεταπτυχιακή εργασία της αφορούσε τις διατροφικές διαταραχές που παθαίνουν οι μουσικοί – αφού συνέλεξε δεδομένα από 300 μουσικούς, διαπίστωσε την πιθανή συσχέτιση μεταξύ του αυξημένου στρες τους και της αυξημένης τάσης για διατροφικές διαταραχές. 

Στο ερευνητικό σκέλος της ζωής της, όμως, η κλιμάκωση ήρθε κατά τη διάρκεια του διδακτορικού της στη Γνωστική Νευροεπιστήμη στο Imperial College του Λονδίνου, στο οποίο πήγε με υποτροφία. «Πάντα μου άρεσε η μνήμη», αναφέρει η κ. Καψετάκη. «Στις συναυλίες με ρωτάνε “πώς μπορείς να θυμάσαι τόσα πολλά, όλες τις νότες, όλους τους ρυθμούς”, πάντα αναρωτιόμουν πώς ο εγκέφαλος μπορεί να θυμάται τόσα πράγματα», σημειώνει. 

Για τη διδακτορική διατριβή της έκανε μια από τις μεγαλύτερες έρευνες πάνω στη χωρική μνήμη σε ασθενείς με εγκεφαλικό που έχουν διεξαχθεί ποτέ. «Μελετώντας αυτούς τους ασθενείς (σ.σ. 112 ασθενείς με εγκεφαλικό στο Charing Cross Hospital) μπορείς να καταλάβεις ποια περιοχή του εγκεφάλου είναι πιο σημαντική για τη μνήμη και συγκεκριμένα για τη χωρική μνήμη», δηλώνει. 

Η ιδέα που της ήρθε παίζοντας πιάνο ήταν να ερευνήσει όχι μόνο τη χωρική μνήμη, αλλά και τη χρονική σειρά. Ετοίμαζε κάποια κομμάτια του Μπετόβεν και του Σοπέν, εκτός άλλων, στο πιάνο για έναν παγκόσμιο διαγωνισμό και παίζοντας σκέφτηκε πως αν δεν υπήρχε χρονική σειρά, αν δεν θυμόμασταν ποια νότα ακολουθεί την άλλη, η μουσική δεν θα είχε νόημα. «Είναι σαν να εμπνέει η μια την άλλη», λέει για τη μουσική και την Ιατρική. «Οταν θέλω μια ιδέα, παίζω πιάνο». Τώρα σκέφτεται τα επόμενα βήματά της, σχετικά με την ειδικότητα, την έρευνα –θέλει να επικεντρωθεί στο πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος– και το αν θα επιστρέψει στην Ελλάδα, όπου ανησυχεί πως η έρευνα δεν υποστηρίζεται τόσο.

Η 28χρονη Κωνσταντίνα Θεοφανοπούλου μεγάλωσε στην Αθήνα, φοιτώντας στα Αρσάκεια Εκάλης και Ψυχικού. Αυτό που την ενδιέφερε είναι το πώς μιλούν οι άνθρωποι και πώς ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνούμε συγκρίνεται με τους τρόπους επικοινωνίας των ζώων, αλλά η πορεία της για να διερευνήσει το συγκεκριμένο ζήτημα είχε πολύ διαφορετική αφετηρία από τη μετέπειτα συνέχειά της. Σπούδασε Φιλολογία, παίρνοντας την κατεύθυνση της Γλωσσολογίας, όμως σύντομα κατάλαβε πως θα έπρεπε να ασχοληθεί περισσότερο με τον εγκέφαλο, και έτσι πήγε στη Βαρκελώνη, όπου έκανε μεταπτυχιακό πάνω στη νευροεπιστήμη της γλώσσας. 

Στη συνέχεια, και κατά τη διάρκεια του διδακτορικού της, ξεκίνησε διαπανεπιστημιακή έρευνα, που την έφερε και στο Πανεπιστήμιο Ροκφέλερ της Νέας Υόρκης, πάνω στους μηχανισμούς της ορμόνης ωκυτοκίνης στον ανθρώπινο λόγο και στη φωνητική επικοινωνία των πτηνών. «Για να καταλάβουμε καλά τον ρόλο ενός γονιδίου σε ένα σύστημα όπως αυτό της γλώσσας, πρέπει να καταλάβουμε καλά την εξέλιξή του», σημειώνει. Για να εξετάσει την ποιότητα της ωκυτοκίνης σε βάθος, ξεκίνησε ενδελεχή μελέτη πάνω στα γονιδιώματα, διαπιστώνοντας πως πολλές φορές οι επιστήμονες χρησιμοποιούν διαφορετικά ονόματα για τα ίδια γονιδιώματα. Τώρα θέλει να εγκαθιδρύσει μια ενοποιημένη ονομασία για όλα τα γονίδια σε όλα τα σπονδυλωτά. 

Ετσι ήρθε κοντά στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα ERGA, στόχος του οποίου είναι η αλληλούχιση των γονιδιωμάτων της ευρωπαϊκής βιοποικιλότητας, και μαζί με μία συνάδελφο εκπροσωπούν την ελληνική ομάδα του ERGA, η οποία έχει θέσει ως προτεραιότητα στην αλληλούχιση των γονιδιωμάτων της Ελλάδας τα είδη προς εξαφάνιση. «Η συμμετοχή μου στην ελληνική ομάδα του ERGA μού δίνει μεγάλη αισιοδοξία για το μέλλον, σκέφτομαι ότι κάποια στιγμή θα μπορέσω να επιστρέψω», αναφέρει η κ. Θεοφανοπούλου, όμως, όπως και τον κ. Ασσαέλ και την κ. Καψετάκη, την ανησυχεί ότι οι πόροι για την επιστημονική έρευνα είναι πολύ περιορισμένοι στην Ελλάδα σε σύγκριση με την Αμερική ή άλλες ευρωπαϊκές χώρες. 

Οσον αφορά το κομμάτι της νευροβιολογίας της γλώσσας, το προσεγγίζει μέσω εργαστηριακής έρευνας στο Ροκφέλερ, προσπαθώντας να αποσαφηνίσει τα εγκεφαλικά κυκλώματα που υποστηρίζουν τη φωνητική παραγωγή στους ανθρώπους και σε άλλα ζώα, με έμφαση στα πτηνά. Η θέση της στη λίστα Forbes της έδωσε ηρεμία και χαρά, που μπορεί να τη μοιραστεί με αγαπημένους ανθρώπους. «Αντικατοπτρίζει ότι αυτό το ταξίδι που με έφερε σε αυτή τη διάκριση», λέει η κ. Θεοφανοπούλου, «δεν είναι ένα ταξίδι μοναχικό».

Πηγή άρθρου www.kathimerini.gr

You May Also Like

More From Author