Αίσθηση προκαλούν τα στοιχεία για τη δράση του τέως καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Δημήτρη Λιγνάδη που περιλαμβάνονται στην εισαγγελική πρόταση προς το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο, που απέρριψε τα αιτήματα του κατηγορούμενου για ακύρωση της ποινικής δίωξης αλλά και του εντάλματος σύλληψής του. Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης βρίσκεται για δεύτερη ημέρα προφυλακισμένος στις φυλακές Τρίπολης για «βιασμό κατά συρροή».
Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, τα οποία εμπεριέχονται στη δικογραφία, «ο κατηγορούμενος είχε προσλάβει ανήλικα παιδιά, για να του καθαρίζουν το σπίτι, τα οποία ερωτοτροπούσαν με τον Λιγνάδη να τα παρακολουθεί και να αυνανίζεται».
«Κατά το διάστημα αυτό στο σπίτι ερχόταν ένα ανήλικο αγόρι, το οποίο σιδέρωνε, έπλενε και γενικώς φρόντιζε για την καθαριότητα του σπιτιού του αιτούντα (σ.σ του κατηγορούμενου σκηνοθέτη), ο οποίος του έδινε 5 -10 ευρώ για τις υπηρεσίες του. Μια μέρα μάλιστα που ο παθών μπήκε στο σπίτι, βρήκε το παιδί μου καθάριζε με έναν φίλο του ετεροφυλόφιλο, ηλικίας 15 – 16 ετών, να είναι αμφότεροι με τα εσώρουχά τους μέσα στο σαλόνι και να τρίβεται ο ένας πάνω στον άλλο βίαια, ο δε αιτών που κάθονταν δίπλα τους στον καναπέ με το εσώρουχό του αυνανίζονταν. Μετά το περιστατικό αυτό, ο αιτών είπε στον παθόντα για τον ετεροφυλόφιλο ανήλικο ότι “αυτός πρέπει να υποκύψει και θα υποκύψει και σε εσένα”», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Σε άλλο σημείο αναφέρεται πως ο παθών διαπίστωσε ότι το παιδί που καθάριζε είχε μπει στο δωμάτιο του αιτούντα με έναν άλλο ανήλικο και τον ίδιο τον αιτούντα και όταν βγήκαν από το δωμάτιο ο άλλος ανήλικος ήταν φανερά στεναχωρημένος και δεν ήθελε να μιλήσει για αυτό που είχε συμβεί.
Αυτό που είχε κάνει εντύπωση στον παθόντα κατά τη διάρκεια της σχέσης του με τον αιτούντα ήταν ότι του έλεγε ότι είχε τη φαντασίωση να είναι ο παθών μόνος του στο δωμάτιο, να μπαίνουν οι φίλοι του μέσα για να κάνουν σεξ μαζί του και εκείνος να φωνάζει «ο επόμενος».
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στις μηνύσεις σε βάρος του Δημήτρη Λιγνάδη, μεταξύ των οποίων και εκείνη που κατατέθηκε στις 5 Φεβρουαρίου αλλά το καταγγελλόμενο αδίκημα έχει παραγραφεί.
Στη μήνυση αυτή αναφέρεται ότι o ανήλικος διαπίστωνε ότι ο αιτών είχε εξωσχολικές σχέσεις και με άλλα ανήλικα παιδιά, για τις οποίες (σχέσεις) του εκμυστηρευόταν την ανησυχία του μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου με τραγουδιστή το έτος 1998. «Εκμεταλλευόμενος τα συναισθήματα του ανήλικου, του ζητούσε συχνά να συμμετέχει σε ομαδικό σεξ με άλλους μαθητές ή μαθήτριες τις οποίες έφερνε στο σπίτι του, κάτι που ο καταγγέλλων αρνούνταν κατηγορηματικά διότι δεν ήθελε να τον μοιράζεται. Κατά τη διάρκεια του έτους 1997 μάλιστα ο αιτών, εβρισκόμενος εντός της οικίας του με τον ανήλικο και μια άλλη ανήλικη μαθήτρια από το Αρσάκειο Ψυχικού, του πρότεινε ενώπιον της να συνευρεθούν όλοι μαζί ερωτικά, στη δε άρνησή του να συμμετέχει, πήρε την ανήλικη στο δωμάτιό του και προέβησαν σε γενετήσιες πράξεις, ενώ ο καταγγέλλων βρισκόταν στο σαλόνι και τους άκουγε, μέχρι να βρει τη δύναμη να φύγει κρυφά από το διαμέρισμα…».
«Έχει εμφανή παραφιλική έφηβο φιλική σεξουαλική τάση»
Κατά την εισαγγελέα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων, «οι οποίοι ουδεμία σχέση είχαν μεταξύ τους στο παρελθόν, ούτε φυσικά είχαν χρόνο να συνεννοηθούν και να προετοιμαστούν κατάλληλα ώστε να δώσουν καταθέσεις που προσομοίαζαν τόσο», προκύπτει σχετικά με τον τρόπο δράσης του σκηνοθέτη ότι:
- «Έχει εμφανή παραφιλική έφηβο φιλική σεξουαλική τάση και προτίμηση την οποία εξεδήλωνε χωρίς καμία αναστολή, ακόμα και σε δημόσιους χώρους, για ένα πολύ μακρόχρονο διάστημα και δη από τουλάχιστον το έτος 1995 έως και τουλάχιστον το 2016, σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία της δικογραφίας, εκμεταλλευόμενος αφενός στην ευαίσθητη ηλικία των ανήλικων που προσέγγιζε, ιδίως αγοριών από 14 έως 16, αφετέρου την ματαιοδοξία τους και την έλλειψη οικογενειακού περιβάλλοντος, δρώντας σχεδόν με πανομοιότυπο μεθοδικό και συστηματικό τρόπο κάθε φορά, καλλιεργούσε αρχικά κλίμα εμπιστοσύνης, επικαλούμενος και προβάλλοντας την επαγγελματική του ιδιότητα, ως καταξιωμένου σκηνοθέτη – ηθοποιού, πείθοντας αυτά ότι πρόθεση του ήταν να τα βοηθήσει να ανελιχθούν στο χώρο του θεάματος και παρασύροντας τα με τις υποσχέσεις αυτές στο σπίτι του, με αποκλειστικό σκοπό την τέλεση γενετήσιων πράξεων μαζί του».
-
«Σε δύο μάλιστα περιπτώσεις, προκειμένου να ικανοποιήσει τη γενετήσια ορμή του, η οποία ήταν πολύ συχνά ανεξέλεγκτη, χρησιμοποίησε, στην μεν πρώτη, σωματική βία σε βάρος του θύματός του, ενώ στη δεύτερη, αλκοόλ και ναρκωτική ουσία προκειμένου να περιάγει το θύμα του σε κατάσταση πλήρους ανικανότητας αντίστασης».
- «Η εμμονική αυτή παραφιλική του τάση, η οποία περιγράφεται με σαφήνεια τις ληφθείσες καταθέσεις, αλλά και στις εγκλήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του εισαγγελέα, καθώς και η σταθερή εξακολουθητική ροπή του προς την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του με ανήλικα αμφοτέρων των φύλων, η οποία ροπή έφτασε στην εγκληματική και μάλιστα κακουργηματική της μορφή, με παθόντες δύο αλλοδαπούς, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτός συνεχίζει να μένει στην ευρύτερη περιοχή του Μεταξουργείου από ανέκαθεν αλίευε ανήλικους για τον ανώτερο σκοπό, δικαιολογούσαν κατά την άποψή μας απόλυτα την εφαρμογή στο πρόσωπο του της παραγράφου δύο του άρθρου 244 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περί παράλειψης κλήση του ως υπόπτου για λήψη χωρίς όρκο εξηγήσεων και της άμεσης άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του με σκοπό την αποτροπή τέλεσης νέων πάρω μην αδικημάτων σε βάρος ανηλίκων παθόντων».
Βούλευμα – «φωτιά» από τους δικαστές
Με ένα βούλευμα – «φωτιά» οι δικαστές, συντασσόμενοι πλήρως με την εισαγγελική πρόταση αποφαίνονται πως με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, ο Δημήτρης Λιγνάδης είχε έκνομη δράση επί σχεδόν μία τριακονταετία, όταν το 1984 έγινε η πρώτη καταγγελία σε βάρος του για ασέλγεια σε ανήλικο.
Ειδικότερα, με το υπ. αριθμόν 652/2021 βούλευμά τους οι δικαστές ερμηνεύοντας τα σχετικά άρθρα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αναφέρουν πως «…η κλήση του υπόπτου στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης προς παροχή εξηγήσεων για πράξη τιμωρούμενη σε βαθμό κακουργήματος μπορεί να παραλειφθεί αν από τα στοιχεία της προκαταρκτικής, προκύπτει σαφώς ότι ο ύποπτος έχει σχεδιάσει τη φυγή του ή την τέλεση νέων εγκλημάτων και έχουν προκύψει επαρκείς ενδείξεις για την άμεση άσκηση ποινικής δίωξης…».
«Για τουλάχιστον 30 έτη προσέγγιζε ανηλίκους…»
Στην προκειμένη περίπτωση η Εισαγγελία άσκησε δίωξη εναντίον του, αξιοποιώντας τα στοιχεία της δικογραφίας (σ.σ. μηνύσεις και μαρτυρίες) από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος:
«Τουλάχιστον από το έτος 1984, οπότε χρονολογείται σήμανσή του για αδίκημα σχετιζόμενο με τη γενετήσια ελευθερία σε βάρος ανηλίκου και έως έτος 2015, δηλαδή για διάστημα τουλάχιστον 30 ετών, προσέγγιζε ανηλίκους και εν γένει άτομα νεαρής ηλικίας, πέραν των κατανομαζόμενων στη δικογραφία και πλήθος άλλων, τους οποίους εντόπιζε με αφορμή τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες στο χώρο των θεάτρων που λειτουργούσε ως ηθοποιός και σκηνοθέτης, είτε ως διδάσκων θεατρική αγωγή σε σχολεία και εργαστήρια, είτε από φιλικούς κύκλους, ακόμη δε και τυχαία σε διάφορες περιοχές των Αθηνών, που σύχναζαν ανήλικοι και νέοι και υποσχόμενος να τους καθοδηγήσει και να τους βοηθήσει να σταδιοδρομήσουν στον καλλιτεχνικό χώρο…».
Οι δικαστές έκριναν πως, από τα στοιχεία αυτά, προέκυψαν ενδείξεις για άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του σκηνοθέτη αλλά και για την τέλεση νέων αντίστοιχων εγκλημάτων «τα οποία κατά τη διάταξη του άρθρου 244 παρ. 2 ΚΠΔ, δεν είναι αναγκαίο να είναι ίσης βαρύτητας, αφού η μεθοδευμένη αυτή δράση του αιτούντος και η επανειλημμένη τέλεση υποδεικνύει σταθερή ροπή του προς τη διάπραξη αυτού του είδους των εγκλημάτων, ως στοιχείο της προσωπικότητας του, στοιχείο το οποίο δεν θα μπορούσε να μεταβληθεί ούτε κατά το χρόνο που διενεργείτο η προκαταρκτική εξέταση και θα καλούνταν για έγγραφες εξηγήσεις ο κατηγορούμενος….».
Με το σκεπτικό αυτό, οι δικαστές απέρριψαν ως αβάσιμη την αίτηση του Λιγνάδη ως προς το σκέλος της εκείνο με το οποίο ζητούσε την ακύρωση της δίωξης εναντίον του.
Σε ό,τι αφορά στο αίτημα του κατηγορούμενου για ακύρωση του εντάλματος της σύλληψής του οι δικαστές αναφέρουν πως ο νόμος δεν προβλέπει δικαίωμα προσφυγής για ακύρωση του εντάλματος σύλληψης. Ως εκ τούτου, η προσφυγή Λιγνάδη κατά το μέρος που αφορά την ακύρωση του εντάλματος κρίνεται απαράδεκτη, υπογραμμίζουν οι δικαστές.