Η άκρως μεταδοτική μετάλλαξη Δέλτα κυριαρχεί σε ποσοστό πάνω από 99% στους ανθρώπους που νοσηλεύονται αυτή τη στιγμή στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας και έχουν χαρακτηριστεί στην πλειοψηφία τους, πολύ βαριά περιστατικά.
Σε κίνδυνο για διασωλήνωση βρίσκονται περισσότερο οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, ενώ οι νοσηλευόμενοι μπορεί να εμφανίσουν και αργά συμπτώματα COVID, γι’ αυτό το λόγο απαιτείται προσοχή. Φυσικά στην πλειοψηφία τους, οι άνθρωποι στις ΜΕΘ, είναι ανεμβολίαστοι.
«Παραμένω γιατρός, σύνθετο το υπουργείο Υγείας»
Τα παραπάνω τόνισε μεταξύ άλλων η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα, την Πέμπτη, σε μία πρώτη γνωριμία με τους συντάκτες υγείας στα γραφεία του ΕΚΑΒ.
Μία συνάντηση, η οποία έκρυβε αρκετές ειδήσεις και στην οποία η κυρία Γκάγκα, προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ της ιδιότητάς της ως μάχιμη γιατρός πρώτης γραμμής του ΕΣΥ (εργαζόταν πριν την ανάληψη των καθηκόντων της ως επικεφαλής στην 7η Πνευμονολογική Κλινική του ΣΩΤΗΡΙΑ- και αυτής, της αναπληρώτριας υπουργού.
«Παραμένω γιατρός και οι απόψεις μου δεν αλλάζουν», τόνισε η υπουργός, ωστόσο οι ανάγκες του υπουργείου είναι περισσότερο σύνθετες, έσπευσε να διευκρινίσει. Το βέβαιο είναι πάντως για μία μάχιμη γιατρό, πώς δεν είναι εύκολο να αφήσει στην άκρη, έστω και για λίγο την ιδιότητά της, καθώς ακριβώς αυτή είναι που βάρυνε στο μπλοκάκι του Πρωθυπουργού, την ώρα του ανασχηματισμού.
Εμβολιασμός και μάσκες
Η κυρία Γκάγκα αναφέρθηκε στην ανάγκη για εμβολιασμό, κυρίως στους ηλικιωμένους και στις ευπαθείς ομάδες, παρά το γεγονός ότι το 65% του ενήλικου πληθυσμού που έχει εμβολιαστεί δεν είναι μικρό. Σύσταση που επανέλαβε και μερικές ώρες αργότερα- στη διάρκεια της ενημέρωσης στο υπ. Υγείας- τονίζοντας, ότι «μας ενδιαφέρει να φθάσουμε ακόμη και το 100% του εμβολιασμού ειδικά στις ευπαθείς ομάδες». Πρόσθεσε ακόμη, ότι οι εμβολιασμένοι, διατρέχουν 10 φορές μικρότερο κίνδυνο να νοσήσουν από κορωνοϊό. Μίλησε και για τις μάσκες, η χρήση των οποίων είναι σημαντική και προφυλάσσει από λοιμώξεις, όπως σημείωσε.
Έρχονται Post Covid δομές
Σε άλλο σημείο της συνάντησης με τους δημοσιογράφους, η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, τόνισε ότι εξετάζεται ήδη ένα σχέδιο το οποίο αφορά στη δημιουργία Post Covid κλινικών στο ΕΣΥ, που θα υποστηρίξει όλους τους ασθενείς που νόσησαν και εξακολουθούν να εμφανίζουν συμπτώματα.
Οι δομές αυτές, θα περιλαμβάνουν και παιδιατρικά περιστατικά, αλλά και ψυχικής υγείας. Εκτιμάται ότι σε όλο τον κόσμο, 18 εκατ. άνθρωποι, υποφέρουν από το σύνδρομο του Post Covid, όπως τόνισε πρόσφατα η πρόεδρος της Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας, εντατικολόγος στον Ευαγγελισμό, Αναστασία Κοτανίδου.
«Μέλημά μου η ασφάλεια των εργαζομένων»
Φαίνεται πάντως, ότι η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, είναι αποφασισμένη να εργαστεί το επόμενο διάστημα στο δίπολο: εργαζόμενοι στο ΕΣΥ και ασθενείς. Τόνισε ότι θα επιδιώξει ασφάλεια εργασίας παντού, θα εξετάσει την ένταξη του κλάδου των υγειονομικών στα Βαρέα και Ανθυγιεινά, και πώς όταν ολοκληρωθεί το σχέδιο υγείας, «θα έχουμε καλές υπηρεσίες υγείας για όλους και ένα Ενιαίο σύστημα, από την Α’ βάθμια, μέχρι την Γ’ βάθμια Περίθαλψη». Για τους ασθενείς, ανέφερε ότι ο κάθε ασθενής θα πρέπει να έχει τον γιατρό του, και την υπηρεσία που πρέπει, ενώ πρέπει να δημιουργηθούν στη χώρα Κέντρα Αριστείας.
Δεν θα κλείσουν νοσοκομεία του ΕΣΥ
Υπογράμμισε ότι δεν θα κλείσουν νοσοκομεία του ΕΣΥ, αλλά θα υπάρξουν κάποιες αλλαγές, προσθέτοντας ότι δεν είναι δυνατόν, σε μία δομή υγείας να υπάρχει ένας αναισθησιολόγος.
Αναφορικά με την ενίσχυση του ΕΣΥ, επεσήμανε, ότι οι προκηρύξεις για μόνιμες θέσεις 500 γιατρών και 4.000 νοσηλευτών που έχουν γίνει, κινούνται προς την κατεύθυνση ενδυνάμωσης του συστήματος, αν και σημείωσε πως για τις θέσεις ιατρών δεν υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον. «Πρέπει να μιλήσουμε με τους ιδιώτες γιατρούς για να συνδράμουν στο έργο μας, ωστόσο δεν θέλουμε να ξεσπιτώσουμε κανέναν», πρόσθεσε.
«Ναι» στην συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα
Τέλος, αφού εξήρε τον ρόλο της τηλεϊατρικής και της τεχνολογίας, αναφορικά με την συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, έδωσε την εξής διάσταση:
«Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε το δημόσιο με τον ιδιωτικό τομέα, είναι σημαντικό να μην έχουμε ταμπέλες. Θα έβλεπα επομένως, μία διασύνδεση του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα προκειμένου ο ασθενής να λάβει καλύτερες αλλά όχι ακριβές υπηρεσίες υγείας».