Και οι μάρτυρες – θύματα που καταθέτουν σήμερα στη δίκη για την κόλαση του Δάντη που έζησαν στο Μάτι στις 23 Ιουλίου 2018, πέρα από τις περιγραφές των όσων υπέστησαν που προκαλούν ανατριχίλα και τεράστια συμπόνια και θλίψη, επισημαίνουν την αδυναμία των αρχών να διαχειριστούν την κατάσταση εκείνες τις κρίσιμες και τραγικές, όπως αποδείχτηκαν, ώρες που κόστισαν τη ζωή σε 104 ανθρώπους και απίστευτο πόνο σε όσους επέζησαν και στους συγγενείς των θυμάτων, σωματικό και ψυχικό.
Κατά την ακροαματική διαδικασία που συνεχίζεται και σήμερα στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, μάρτυρας που έχασε τους δυο γονείς της στη φονική πυρκαγιά και η ίδια υπέστη εκτεταμένα εγκαύματα, όπως και η αδελφή της, συγκλόνισαν με τις καταθέσεις τους.
Η κ. Ιωάννα Πεταλά, ανέφερε: «Γύρω στις 17.30 άκουσα στην τηλεόραση για τη φωτιά στο Νταού. 10 λεπτά μετά κόπηκε το ρεύμα και βγήκε όλη η γειτονιά έξω. Υπήρχε κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα, ο αέρας δυνατός. Είπαμε να κλειστούμε στο σπίτι. Την ώρα που έκλεινα το τελευταίο παντζούρι, ακούω τη μαμά μου να ουρλιάζει. Είχαν λαμπαδιάσει κάτι κλαδιά. Άρπαξε η μαμά μου την τσάντα της κι εγώ τα κλειδιά και φύγαμε προς Περικλέους. Την ώρα που φεύγαμε μια γειτόνισσα έμπαινε στο αμάξι της και πήγαμε μαζί της. Φύγαμε αναγκαστικά αριστερά κάτω. Η φωτιά μας κυνήγαγε από αριστερά και πίσω. Όταν ακινητοποιηθήκαμε, είδα ότι η φωτιά ήταν πολύ κοντά. Τους λέω “βγείτε έξω θα καούμε”».
Ωστόσο, εκείνες τις στιγμές, όπως ανέφερε η μάρτυρας, η ίδια χωρίστηκε από την οικογένειά της, καθώς έπεσε στο έδαφος και ενστικτωδώς, όπως είπε, άρχισε να κατευθύνεται προς τη θάλασσα. «Άκουγα ανθρώπους να ουρλιάζουν. Περνούσε ένα νεαρός μόνο με το μποξεράκι του και μια μάνα με ένα λιπόθυμο παιδάκι ή νεκρό… Κάποιος μου λέει “κοπελιά καίγεσαι”. Είχα πιάσει φωτιά από πίσω. Έφτασα στη θάλασσα κι έπεσα κατευθείαν μέσα. Από πάνω καιγόντουσαν τα πάντα. Είχε εκρήξεις. Κάθισα δίπλα σε μια οικογένεια… Θυμάμαι να είμαι στη θάλασσα με τα χέρια απλωμένα και να βγάζω τις σάρκες μου. Βγήκα έξω και μπήκα ξανά μέσα γιατί στέγνωσα και πέθαινα από τον πόνο», είπε στην κατάθεσή της η κ. Πεταλά και συνεχίζοντας περιέγραψε ένα σκηνικό χάους με απεγνωσμένους ανθρώπους να ζητούν βοήθεια, αλλά κανείς να μην έρχεται.
Μεταξύ άλλων η μάρτυρας περιέγραψε:« …Κάποια στιγμή άκουσα τη φωνή κάποιου γνωστού μου. Ζήτησα βοήθεια γιατί δε μπορούσα ούτε να μιλήσω. Άκουσα στην παραλία τη φωνή της γειτόνισσας. Της λέω, “πού είναι η μάνα μου;”. Μου λέει είναι καλά. Προσπάθησα να τη βρω. Κάποια στιγμή ήρθε ένα καραβάκι, έπεσα λιπόθυμη. Φτάσαμε στη Ραφήνα. Με πήγαν στο Θριάσιο, μετά από λίγο με πήγαν στο ΓΝΑ, έμεινα 54 μέρες. Έχω καεί σε χέρια, πλάτη, γλουτούς και πόδια. Έπαθα πνευμονική εμβολή… Είχαν πει ότι δε θα γλιτώσω. Δεν μπορούσα να περπατήσω. Ακόμα με πονάνε στη ζέστη τα εγκαύματα. Δε μπορώ να λειτουργήσω σωστά. Δεν περνάει μέρα που να μη σκεφτώ αυτά που έχω ζήσει».
Μιλώντας για τους δυο αδικοχαμένους γονείς της και για τα όσα έμαθε εκ των υστέρων η μάρτυρας, κατέθεσε: «Η μάνα μου ήταν πεσμένη στο πεζοδρόμιο, πεσμένη στα γόνατα, τόσο καμένη που δεν είχε μαλλιά. Ήταν γυμνή, χωρίς μαλλιά και ούρλιαζε. Της έφεραν ένα τραπεζομάντηλο από την ταβέρνα. Ξέρω από έναν κύριο που ήταν μαζί της ότι 5-6 ώρες ήταν ζωντανή. Με το που έφτασε στη Ραφήνα πέθανε. Ο πατέρας μου απανθρακώθηκε κοντά στο αμάξι. Δεν κατάφερε να πάει μακριά».
Και αυτή η μάρτυρας έκανε λόγο για ανυπαρξία ενημέρωσης των πολιτών, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν μας ενημέρωσε κανείς. …Αν μας ειδοποιούσε κάποιος, έστω και 10 λεπτά νωρίτερα, οι δικοί μου άνθρωποι θα ζούσαν».
Συγκλονιστική ήταν όμως και η κατάθεση της αδελφής της μάρτυρα Δ. Πεταλά, η οποία μεταξύ άλλων, είπε στο ακροατήριο: «Αναζητώντας τους δικούς μου ανθρώπους, έκανα δεκάδες τηλέφωνα παντού. Δεν έβρισκα κανένα. Λίγη ώρα αργότερα δέχθηκα τηλεφώνημα από την πυροσβεστική Θεσσαλονίκης! Εκεί δήλωσα τους αγνοούμενους! Στην πυροσβεστική Θεσσαλονίκης… Ζήτησα να μιλήσω στην αδελφή του και μου είπαν, “δεν μπορείτε, είναι καμένα τα χέρια της”. Πήγα να τη δω και ο θάλαμος μύριζε καμένη σάρκα. Δεν είχα καμία ενημέρωση. Πήρα τηλέφωνο και τους λέω “νομίζω πως σε αυτούς τους σάκους που έχετε, έχω δυο νεκρούς μέσα”».