Μέσα στην απόλυτη ησυχία, με όλους τους παράγοντες να ακούνε προσηλωμένοι, η Βαρβάρα Βουράκη ανέβηκε στο βήμα του μάρτυρα, για να εξιστορήσει πως μέσα σε λίγες ώρες το καλοκαίρι του 2018 έχασε το σύζυγο της και τα δύο της παιδιά, στην προσπάθειά τους να σωθούν από τον πύρινο εφιάλτη. «Για την Εβίτα, τον Αντρέα και τον Γρήγορη. Πέθαναν στη φονική πυρκαγιά στις 23ης Ιουλίου 2018 από τις εγκληματικές παραλείψεις και τα τραγικά λάθη όλων των κατηγορουμένων» είπε, ξεκινώντας την κατάθεση της.
Ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου οι παρόντες στο ακροατήριο σηκώθηκαν όρθιοι ως ένδειξη σεβασμού κατά την είσοδό της, με το δικαστήριο να ακούει -αρκετές φορές συγκινημένο- το προσωπικό της μαρτύριο.
Η Βαρβάρα Βουράκη προσπάθησε να περιγράψει όλα όσα έζησε την 23η Ιουλίου του 2018, επαναφέροντας στη μνήμη της όλες τις τηλεφωνικές συνομιλίες που είχε με την οικογένειας της, δίχως εκείνη να μπορεί να βοηθήσει καθώς ήταν στην εργασία της. Στρεφόμενη δε προς τους δικαστές είπε: «Βοηθείστε οι δολοφονίες των ανθρώπων μας στο Μάτι να είναι η τελευταία τραγωδία σε αυτή τη χώρα».
Η ίδια όταν διάβασε για τη φωτιά στο Νταού Πεντέλης, επικοινώνησε με το σύζυγο της, ο οποίος ήταν καθησυχαστικός. Ωστόσο, οι συνεχείς κλήσεις της τον υποχρέωσαν να βγει έξω από το σπίτι και να κατευθυνθεί στη λεωφόρο Μαραθώνος για να έχει μια καλύτερη εικόνα.
«Γύρω στις έξι παρά βγήκε να δει. Με πήρε τηλέφωνο και ήταν άλλος άνθρωπος. Ήταν τρομοκρατημένος γιατί η φωτιά πλησίαζε απειλητικά. Θα έφευγε από το σπίτι για να βρει ασφαλές σημείο με τα παιδιά. Εγώ μόλις το άκουσα αυτό, έφυγα από το γραφείο. Όταν κατάφερα να βρεθώ στη λεωφόρο Μαραθωνος στην έξοδο προς Ραφήνα, αυτό που αντίκρισα ήταν τρομακτικό. Ακινητοποιημένα αυτοκίνητα. Δεν καταλάβαιναν γιατί έχουν σταματήσει. Έπαιρνα το Γρήγορη, τα παιδιά στα κινητά τους, δεν το σήκωναν» κατέθεσε και πρόσθεσε ότι κάποια στιγμή το τηλέφωνο το σήκωσε ο γιος της: «Το παιδί ήταν τρομοκρατημένο. Μου είπε ότι βρίσκεται στο λιμάνι του Ματιού, ότι γίνονταν εκρήξεις και ήταν μια χαοτική κατάσταση. ΄’Φοβάμαι μαμα μου!’ μου είπε. Του είπα ότι προσπαθώ να έρθω να τους βρω. Μου λέει ‘εσυ να μην έρθεις, θα έρθουμε εμείς’. Ήταν φοβισμένος κι εγώ δεν ήμουν εκεί. Να του κρατήσω το χέρι να του πω ότι όλα θα πάνε καλά».
Κάποια στιγμή κατάφερε να επικοινωνήσει και με το σύζυγο της, ο οποίος βρισκόταν σε πανικό: «Κάποια στιγμή γύρω στις 18.30, όταν μου απάντησε στο τηλέφωνο, ούρλιαζε. ‘Καιγόμαστε! Δεν το καταλαβαίνεις! Που να έρθεις να μας βρεις!’. Ο Γρηγόρης μου έκανε ότι ήταν δυνατό για να σώσει τα παιδιά μας. Δεν μπορεί να ήταν οι δικοί μου. Όχι τα δικά μου τα παιδιά, όχι ο άντρας μου. Όχι έτσι».
Η μάρτυρας μίλησε για «ανυπαρξία κρατικού μηχανισμού» και περιέγραψε τις ώρες που ακολούθησαν ότι η ίδια πλέον, μετά το πέρασμα της φωτιάς, προσπαθούσε μέσα στα αποκαϊδια να βρει την οικογένεια της. Μίλησε για απανθρακωμένους ανθρώπους μέσα στα οχήματα τους, το φόβο της για το αν θα ξαναέβλεπε τους δικούς της.
Στο λιμάνι της Ραφήνας παρακολουθώντας τα καΐκια να κατεβάζουν διασωθέντες και με την ελπίδα ότι ανάμεσα τους ήταν η οικογένεια της, την προσέγγισε μια αξιωματικός, η οποία και την ενημέρωσε ότι είχε εντοπιστεί «ένα κοριτσάκι».
Όπως ανέφερε: «Από τις φωτογραφίες που τους είχα δώσει…. Είχε μια φωτογραφία στο κινητό της. Με ρώτησε αν μπορεί να μου τη δείξει. Της είπα ναι. Πίστευα ότι δεν θα είναι το δικό μου παιδί. Και είδα τη φωτογραφία και δεν ήταν λάθος και ήταν η Εβίτα μου. Με ροζ μπλουζάκι της όπως μου είχε στείλει λίγες ώρες νωρίτερα ένα βίντεο. Τραγουδούσε και γελούσα. Τώρα δεν είχε ζωή. Έπρεπε να συνεχίσω. Η ζωή μου είχε τελειώσει, αλλά είχα άλλο ένα παιδί κι ένα σύζυγο. Έπρεπε να σταθώ στα πόδια μου. Να ξανά κατέβω στις βάρκες να τους βρω. Έρχονταν οι βάρκες και οι δικοί μου δεν κατέβαιναν».
Κάποια στιγμή ενημερώθηκε ότι βρέθηκαν άνθρωποι στο οικόπεδο Φράγκου, το οποίο βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από το σημείο που είχε εντοπιστεί το αυτοκίνητο του συζύγου της. «Είχα περάσει απ’ έξω! Φώναξα, ποιος να μου πει ότι όταν πέρασα απ’ έξω το βράδυ ότι μέσα σε εκείνο το οικόπεδο εγώ η μάνα είχα χάσει το παιδί μου και τον άντρα μου» σχολιάστε και συνέχισε: «Κάποιοι αστυνομικοί έκλεισαν την καγκελόπορτα. Τους λέω αν δε με αφήνετε, μπείτε εσείς, ο σύζυγος μου έχει ένα τατουάζ με τα ονόματα των παιδιών. Λίγο αργότερα ειδα να έρχονται οι άνθρωποι της ΕΜΑΚ. Τους παρακάλεσα να μπω μέσα. Μας είπα να αναγνωρίσουμε τους ανθρώπους μας στο Σχιστό και στο Γουδί. Μετά άρχισε το ταξίδι μου στις υπηρεσίες».
Μέσα από αυτή τη διαδρομή μεταξύ υπηρεσιών η Βαρβάρα Βουκάκη επιβεβαίωσε το θάνατο και των τριών μελών της οικογένεια της. «Δε μπορώ να πιστέψω ότι από μια πυρκαγιά, την κρατική ανυπαρξία, χωρίς πυροσβεστικά, χωρίς εναέρια, να φτάνεις να χάνεις τους δικούς σου και να πηγαίνεις από τη μια υπηρεσία στην άλλη. Όχι εμάς, των ανθρώπων μας. Να σε σέρνουν και να σε τρέχουν και να μη ξέρει ένας να πει αν οι άνθρωποι σου είναι εδώ» κατέληξε.
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
window.fbLoaded = $.Deferred();
window.fbAsyncInit = function(){ FB.init({ appId: "767480436596774", xfbml: true, version: "v3.3" }); window.fbLoaded.resolve(); };
(function(d, s, id){ var js, fjs = d.getElementsByTagName(s)[0]; if (d.getElementById(id)) {return;} js = d.createElement(s); js.id = id; js.src = "https://connect.facebook.net/en_US/all.js"; fjs.parentNode.insertBefore(js, fjs); }(document, 'script', 'facebook-jssdk'));